καλοστόμαχος

καλοστόμαχος
-η, -ο
1. αυτός που έχει γερό στομάχι, που χωνεύει καλά ό,τι και αν φάει
2. (για τροφές και ποτά) εύπεπτος, καλοχώνευτος, ευκολοχώνευτος, ελαφρός
3. μτφ. ανεκτικός, συγκαταβατικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)-* + στόμαχος / στομάχι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καλοστόμαχος — η, ο 1. αυτός που έχει γερό στομάχι: Ό,τι και να τρώει δεν παθαίνει τίποτε, είναι καλοστόμαχος. 2. καλοχώνευτος, ελαφρύς: Η τροφή αυτή είναι καλοστόμαχη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”